- μεταδαίνυμαι
- μεταδαίνυμαι (Α)1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.)2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ.β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + δαίνυμαι «τρώγω»].
Dictionary of Greek. 2013.